- καταλείβειν
- καταλείβωpour downpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλείβω — (Α) 1. χύνω, στάζω κάποιο υγρό 2. μτφ. (για δάκρυα) κλαίγοντας φθείρω το σώμα («τί σοι καιρός... δέμας... καταλείβειν» τί σέ ωφελεί να λειώνεις με τα δάκρυα το σώμα σου 3. παθ. καταλείβομαι α) λειώνω από τη θλίψη («καταλειβομένας ἄλγεσι πολλοῑς» … Dictionary of Greek